φαινολοκαφουρά

φαινολοκαφουρά
η, Ν
(φαρμ.) παλαιό τοπικό αναισθητικό και αντισηπτικό φάρμακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαινόλη + καφουρά, άλλος τ. τής λ. καμφορά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”